νερολί

νερολί
το
χημ. αιθέριο έλαιο που λαμβάνεται με απόσταξη τών ανθέων τής νεραντζιάς και χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία για την παρασκευή εκλεκτής κολώνιας και άλλων αρωμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. neroli < ιταλ. neroli < όν. τής Αnna Μaria de la Tremoĩlle, πριγκίπισσας τής Nerole].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νερολιδόλη — η χημ. άκυκλη οργανική ένωση, τερπενική αλκοόλη, ισομερής προς τη φαρσενόλη, η οποία απαντά στο αιθέριο έλαιο νερολί, από το οποίο και εξάγεται, αλλά μπορεί να παρασκευαστεί και συνθετικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

  • νερόλη — η χημ. τερπενική αλκοόλη, άκυκλη οργανική ένωση, που αποτελεί συστατικό τού αιθέριου ελαίου νερολί. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. nerol < ner (< neroli oil «είδος αιθέριου ελαίου») + κατάλ. όλη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”